Η ΣΙΑΤΙΣΤΑ

Μεσ’ στο χορό που σέρνουνε με πόθο και καμάρι
κοπέλες, που διακρίθηκαν στη λεβεντιά και χάρη,
Είναι και μια λεβέντισσα πεντάμορφη πιασμένη
οπού τη λένε  Σιάτιστα, στον κόσμο ξακουσμένη!
Όχι·  δεν είν’ η Σιάτιστα απλώς παλικαρίσια,
που μια ζωή πολέμαε με λεβεντιά περίσσια,
κι ούτε ποτέ της δέχτηκε το γόνα της να κλίνει,
να προσκυνήσει Αγαρηνό  και σκλάβα του να γίνει.
Σκέφτηκε κάλλιο στα βουνά να πάει να κατοικήσει
σα σταυραϊτός στ’ αγριόβραχα ελεύθερη να ζήσει,
παρά στους κάμπους, και εκεί να είναι σκλαβωμένη.
Για δαύτο τώρα στα βουνά  τη  βλέπουμε χτισμένη.

Στα χρόνια του Σουλτάν Μουράτ του πρώτου, πέρα πέρα
οι Τούρκοι σαν κυρίεψαν τα μέρη μας μια μέρα,
ήρθαν απ’ το Ικόνιο «Κονιάροι» καραβάνια,
και στην κοιλάδα   κάθησαν που λέμε «Καραγιάννια».
Κι οι χριστιανοί τραβούσανε μεγάλη τυραννία,
τον εθνισμό τους θέλοντας να σώσουν και θρησκεία·
αφίσαν τα περίχωρα στους Τούρκους, τα γουρούνια,
και πάνε και σκαλώσανε ψηλά στα κορφοβούνια,
να ’χουν τη Σιάτιστα τρανό προπύργιο γι’ ακρίβεια·
και πρώτα πρώτα  εχτίσανε κάτι μικρά «καλύβια».
Μα όσο πέρναε ο καιρός, ωστόσο κι ολοένα
στη Σιάτιστα μετώκησαν πολλοί κι απ’ την Τσερβένα,
Πετρόβιο, Πέλκα, Γιάνκοβη, Σισάνι , Σαμαρίνα,
Παλιόκαστρο, Τσιρούσινο, Έξαρχο, Σαρακίνα….
Και λίγο πάλι αργότερα, λες κι ήτανε  γραμμένα,
στα χρόνια του Παπάζογλου, κι Ορλώφ τα   πικραμένα
μας ήρθανε στη Σιάτιστα και λίγοι Μωραΐτες,
καθώς κι από την Ήπειρο πολλοί Μοσχοπολίτες,
σαν χάλασε η Μοσχόπολη, το άγιο εκείνο δώμα,
εκεί που τότε ακμάζανε τα γράμματα. Κι ακόμα,
το Σούλι σα χαλάστηκε το δοξασμένο, τότες
στη Σιάτιστα μετώκησαν και κάμποσοι Σουλιώτες.
Κι όλοι μαζί τους ζούσανε μ’ αγάπη και μ’ ομόνοια
και της σκλαβιάς περνούσανε τα δύστυχα τα χρόνια…
…………………………

 (Το ποίημα  αυτό του Γιάννη Τόζη πρωτοδημοσιεύτηκε στη συλλογή του «Αόρατες αναλαμπές» , Ν.Υόρκη 1918).

siatistanews.gr