ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

 

Σημαντικό κεφάλαιο του λαϊκού μας πολιτισμού αποτελούν τα έθιμα, που πλαισιώνουν τις ημερολογιακές και τις εποχές του χρόνου. Πολλά από αυτά έχουν αρχαία ή και αρχέγονη καταγωγή, άλλα προέρχονται από το εκκλησιαστικό τελετουργικό και άλλα γεννήθηκαν σε χρόνους σχετικά νεότερους από κοινωνικές ή άλλες ανάγκες. Οπως και τ' άλλα έθιμα, έτσι και τα γιορταστικά είναι στενά δεμένα με τον άνθρωπο και τον τρόπο ζωής του, γι' αυτό με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο, να ατονούν ή και να σβήνουν.

Στους καιρούς μας με τη γενικότερη υποχώρηση του λαϊκού πολιτισμού αρκετά από τα έθιμα αυτά έχουν χαθεί ή μεταβληθεί, μένουν όμως ακόμα και πολλά αναλλοίωτα. Αλλά και όσα έχουν ατονήσει ή υποχωρήσει, δεν παύουν να αποτελούν ζωηρή ανάμνηση ενός όχι μακρινού παρελθόντος και να οδηγούν σε καιρούς, που η όλη εθιμολογία διαφοροποιούσε έντονα τις γιορταστικές από τις άλλες μέρες του χρόνου.

Το δωδεκαήμερο χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα και πλούσια εθιμολογία. Από τις εθιμικές εκδηλώσεις του δωδεκαήμερου ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μεταμφιέσεις που γίνονται σε πολλά μέρη της Βόρειας Ελλάδας.

Στη Σιάτιστα μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίαζε ο γιορτασμός της Πρωτοχρονιάς τα παλιά χρόνια. Από πολλές ημέρες οργανώνονταν παρέες που θα παρουσιάζονταν μεταμφιεσμένες: Πρόκειται για τα καρναβάλια "Τα Μπουμπουσιάρια", όπως λέγονται στη Σιάτιστα.

Η λέξη "Μπουμπουσιάρια" λέγεται ότι είναι παραφθορά του ονόματος "Εμπουσα", που κατά τις δοξασίες των προγόνων μας ήταν φάντασμα νυχτερινό με πόδια γαϊδάρου, που άλλαζε από τη μια στιγμή στην άλλη και τρόμαζε τα παιδιά.

Τα καρναβάλια είναι έθιμο ρωμαϊκό. Η λέξη καρναβάλι είναι ιταλική. Προέρχεται από το "carne" που σημαίνει κρέας και από το "vale" που θα πει χωρίς. Επομένως carnevale χωρίς κρέας.

Οι Ρωμαίοι μεταμφιέζονταν, όταν γιόρταζαν τις καλένδες κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Γενάρη. Ολες οι συνήθειες των βυζαντινών κατά την πρώτη Ιανουαρίου έχουν από εκεί την προέλευσή τους. Οπως οι Ρωμαίοι έτσι και αυτοί μεταμφιέζονταν, χόρευαν στους δρόμους, κορόιδευαν και έβριζαν αδιάκριτα όποιον ήθελαν. Στο Βυζάντιο το ξεφάντωμα του γλεντιού έπαιρνε τέτοια οξύτητα στις ημέρες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, ώστε δεν χόρευαν μόνο στους έξω από τους ναούς χώρους -πράγμα που αυστηρά απαγόρευε η εκκλησία- αλλά και μέσα στους ναούς και μάλιστα υπήρξε και πατριάρχης ο Θεοφύλακτος που το επέτρεψε αυτό (Κουκουλέ Φ.τ.5 σ. 217. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός).

Οι παραπάνω παρέες όπως αναφέραμε καπάρωναν από καιρό εγχώρια μουσικά όργανα με τα οποία παρουσιάζονταν την Πρωτοχρονιά έξω στον αυλόγυρο της εκκλησίας μετά τη θεία λειτουργία. Τα κουδούνια, τα όργανα, οι φωνές παρουσίαζαν ένα σωστό πανδαιμόνιο. Στη συνέχεια οι παρέες περνούσαν αρκετές ώρες στους κεντρικούς δρόμους χορεύοντας το σιατιστινό πεταχτό τραγούδι "Αηβασιλιάτικος" που έχει ως εξής:

Τί 'χα γω κι σ' αγαπούσα κι δεν κάθουμαν καλά,

νά 'χου ζάλη στου κιφάλι, δυο μαχαίρια στην καρδιά.

Κίνησα να ρθω ένα βράδυ μ' έπιασι λιανή βρουχή,

το Θεό παρακαλούσα για να σ' εύρω μοναχή.

Ας ερχόσουν κι ας βρεχόσουν, κι ας γινόσουν μούσκεμα.

Είχα ρούχα να σ' αλλάξω πάπλωμα να σκεπασθείς

και κορμάκι ν' αγκαλιάσεις ώσπου ν' αποκοιμηθείς.

Το τραγούδι αυτό συνεχίζεται και ως σήμερα να τραγουδιέται και να χορεύεται σ' όλες τις εκδηλώσεις των Σιατιστινών. Είναι χορός που εντείνει περισσότερο τη χαρούμενη ατμόσφαιρα των ημερών και το τρελό κέφι που φέρνει το περίφημο σιατιστινό κρασί.

Ακόμα τραγουδούν και χορεύουν πολλά παραδοσιακά τραγούδια. Ενα από τα τραγούδια αυτά είναι και το παρακάτω:

Μώπληξιν η μάνα μου κόκκινα τσιράπια

για να βγαίνω του προυί να κατουρώ στ' αγκάθια.

Μώπληξιν η μάνα μου κόκκινη φανέλα

για να βγαίνω του προυί να παίρνω τουν αέρα.

Μετά όλες οι παρέες έκαναν επισκέψεις στους γιορτάζοντες, όπου τους προσφέρονταν σαρμάδες, κρασί σιατιστινό και πίτα γλυκιά (παρασκευασμένη από αλεύρι, κολοκύθα, ζάχαρη, σταφίδα και κανέλα, όπως και σήμερα συνηθίζεται να γίνεται). Οι σαρμάδες παρασκευάζονται με αρμιά (λάχανο τουρσί), χοιρινό κρέας και ρύζι με σχετικά μπαχαρικά. Οι σαρμάδες συμβολίζουν, όπως λέει η παράδοση, το σπαράνωμα του θείου βρέφους, στη φάτνη.

Το φαγητό αυτό δε λείπει από κανένα τραπέζι χριστουγεννιάτικο, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων και αποτελεί τον εκλεκτότερο μεζέ στις διασκεδάσεις του δωδεκαήμερου στη Σιάτιστα.

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά στη Σιάτιστα μεταμφιεσμένα σε μπουμπουσιάρια εκδήλωναν τη χαρά τους ζητώντας φιλοδώρημα από τους μεγάλους με το παρακάτω τραγούδι:

Κι βάλι του χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη

κι βγάλι λίρες και φλουριά και δώσ' τα παλικάρια.

Σήμερα το έθιμο του καρναβαλιού "Τα Μπουμπουσιάρια" παραμένει εντονότερο στη Σιάτιστα τα Θεοφάνεια. Για να υπάρξει μάλιστα περισσότερο ενδιαφέρον συμμετοχής, ο δήμος της Σιάτιστας διαθέτει κάθε χρόνο χρηματικό ποσό για τη βράβευση των καλύτερων χορευτικών συγκροτημάτων, αρμάτων, ομίλων μεταμφιεσμένων "Τα Μπουμπουσιάρια" και μεμονωμένων ατόμων. Η καθιέρωση των χρηματικών βραβείων αποβλέπει ακόμα και στην άρτια εμφάνιση των συγκροτημάτων που θα διαγωνιστούν με σκοπό να κρατηθεί το τοπικό αυτό έθιμο σε ψηλά επίπεδα.

Τα "Μπουμπουσιάρια" της Σιάτιστας είναι μια στιγμή αφιερωμένη στο πνεύμα, στην ξενοιασιά και εκφράζει ένα δικό της τρόπο ζωής κι ένα αθώο αυθορμητισμό.

Τα Θεοφάνεια στην εκκλησία μετά τη θεία λειτουργία και συγκεκριμένα μετά την εκφώνηση του "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε...", η εκκλησία δονείται από το εκκωφαντικό "Κύριε ελέησον...". Μετά την απόλυση της εκκλησίας οι επίτροποι, κρατώντας ένα κουδούνι, γυρίζουν στα σπίτια και μοιράζουν από ένα κομμάτι πίτα γλυκιά, παίρνοντας χρήματα για την εκκλησία. Η πίτα αυτή έχει μέσα ένα φλουρί. Σε όποια οικογένεια πέσει το φλουρί δίνεται η τιμή να παρασκευάσει την πίτα για τα Θεοφάνεια της επόμενης χρονιάς. Οι επίτροποι που μοιράζουν αυτήν την πίτα λέγονται "πνιχτάδες", ίσως από το πνίξιμο του σταυρού στο αγίασμα κατά την τελετη του αγιασμού.

Από όλο αυτό το γιορταστικό δωδεκαήμερο, το εθιμικό και τελετουργικό μέρος, παρά τις αλλοιώσεις που σημειώνονται τελευταία, επηρεάζει συναισθηματικά τον άνθρωπο και του αφήνει βαθύτατες εντυπώσεις θυμίζει το παρελθόν στις μεγάλες ηλικίες και αποτελεί προσδοκία για τις μικρές.

Με τις γιορτές αυτές του δωδεκαήμερου χαλαρώνει ο έντονος ρυθμός της καθημερινής ζωής, παίρνοντας ένα χαρούμενο και αισιόδοξο τόνο. Οι γιορταστικές δηλαδή μέρες, με την περιοδική ένταξή τους στο χρόνο, ικανοποιούσαν και ικανοποιούν ψυχικές και πρακτικές ανάγκες του ανθρώπου.

Παλαιότερα οι μέρες αυτές, με τις παραδοσιακές αργίες και την άλλη εθιμολογία τους, έδιναν την ευκαιρία σε όλους για διασκέδαση και κοινωνική επαφή. Σήμερα οι γιορτές, με τις σύγχρονες συνήθειες και τις νομοθετημένες αργίες προσφέρουν επιπλέον τη δυνατότητα στους κατοίκους των πόλεων και στους ξενιτεμένους να βρεθούν κοντά στη φύση και τις προγονικές εστίες και να συνδεθούν νοσταλγικά με το παρελθόν. Η γνωστή ρήση του Δημόκριτου "Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκεστος", δεν έπαψε ποτέ να εκφράζει μια μεγάλη αλήθεια.

hyper.gr